- Λεύκιος
- Λεύκιοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεύκιος Ουίρος ή Βέρος — (Lucius Verus, 130 – 169 μ.Χ.). Ρωμαίος συναυτοκράτορας με τον Μάρκο Αυρήλιο (161 169 μ.Χ.). Ήταν γιος του Λεύκιου Αιλίου και θετός γιος του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς, όπως και ο Μάρκος Αυρήλιος. Σε αντίθεση με τον συναυτοκράτορά του, ο… … Dictionary of Greek
Αίλιος Λεύκιος — (Aelius Lucius,; – 138 μ.Χ.). Γιος του Λ. Κόμμοδου, ύπατος στα 136 μ.Χ. Yιοθετήθηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό και προορίστηκε για διάδοχός του, με το όνομα Λεύκιος Αίλιος Καίσαρ. Το 137 έγινε πάλι ύπατος και διοικητής της Πανονίας. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Γαλλίων, Λεύκιος Αναίος — (Lucius Annaeus Gallius, Κουρφούη 3 – 66 μ.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Γιος του Λούκιου Αναίου Σενέκα και μεγαλύτερος αδελφός του φιλοσόφου Σενέκα, τον υιοθέτησε στη Ρώμη ο Λεύκιος Ιούνιος Γαλλίων, φημισμένος ρήτορας. Εξορίστηκε στην Κορσική με τον… … Dictionary of Greek
Σύλλας, Λεύκιος Κορνήλιος — (Lucius Cornelius Silla). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός (138 π.Χ. 78 π.Χ.). Από ξεπεσμένη οικογένεια πατρικίων, ενδιαφέρθηκε για την πολιτική μόνο σε ηλικία 50 ετών· ως τότε τον απασχολούσαν μόνο οι διασκεδάσεις, αν και είχε καταλάβει και… … Dictionary of Greek
Άκιος Λεύκιος — Βλ. λ. Άττιος (1.) … Dictionary of Greek
Απουλήιος, Λεύκιος — (Lucius Apuleius, Μάδαυρα, Αφρική περ. 125 – Καρχηδόνα περ. 180 μ.Χ.).Λατίνος συγγραφέας. Σπούδασε πλατωνική φιλοσοφία στην Αθήνα, ταξίδεψε πολύ, ασχολήθηκε με τον αποκρυφισμό και σχολίασε τις ιδέες του Πλάτωνα στα έργα του Για τονΠλάτωνα και τα… … Dictionary of Greek
Αυρηλιανός, Λεύκιος Δομίτιος — (Lucius Domitius Aurelianus, 214 275 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (270 275). Γεννήθηκε στην Πανονία και σε μικρό χρονικό διάστημα κέρδισε τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς βαθμούς, ώσπου το 270, με τον θάνατο του Κλαυδίου του Γοτθικού, ο στρατός και … Dictionary of Greek
Αφράνιος Λεύκιος — (2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος κωμωδιογράφος. Έγραψε κωμωδίες με πρότυπο το Μένανδρο. Είναι γνωστοί 44 τίτλοι κωμωδιών του (Depositum, Incendium και Consobrini) και περίπου 400 αποσπάσματα κωμωδιών του … Dictionary of Greek
Βήρος Λεύκιος — (Verus Lucius, Ρώμη 130 – 169 μ.Χ.).Ρωμαίος αυτοκράτορας που κυβέρνησε μαζί με τον Μάρκο Αυρήλιο (161 169 μ.Χ.). Ήταν γιος του Λεύκιου Έλιου Βήρου και θετός γιος του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς, που τον υιοθέτησε, μαζί με τον Μάρκο Αυρήλιο … Dictionary of Greek
Κατιλίνας, Λεύκιος Σέργιος — (Lucius Sergius Catilina, 108; π.Χ. – Πιστωρία 62 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Έγινε γνωστός από τη συνωμοσία που φέρει το όνομά του. Καταγόταν από οικογένεια πατρικίων που είχε χάσει την περιουσία της και ήταν οπαδός και δραστήριος συνεργάτης του… … Dictionary of Greek